- νεροσέλινο
- το (Μ νεροσέλινον)νεοελλ.κοινή ονομασία φυτώνμσν.σέλινο που φυτρώνει μέσα στο νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek
σίο — το / σίον, ΝΜΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα ή απιίδες τής τάξης σκιαδανθή, με 15 περίπου είδη πολυετών ποών τού βόρειου ημισφαιρίου, γνωστό σήμερα και… … Dictionary of Greek
υδροσέλινον — τὸ, ΜΑ σέλινο που φυτρώνει στο νερό, νεροσέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + σέλινον] … Dictionary of Greek
χαλαζιά — η, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού νεροσέλινο. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < χαλάζι + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek